βάρυνσις, -εως, ἡ
1 opresión, angustia
βαρύνσεις καὶ ὕβρεις ἐκ τῶν ὄχλων προαγορεύειArtem.1.17.
2 del alma pesadez, gravedad
ἡ δύναμις οὐκ ἤρκεσεν ... διὰ βάρυνσινPlot.4.3.15.
βαρύνσεις καὶ ὕβρεις ἐκ τῶν ὄχλων προαγορεύειArtem.1.17.
ἡ δύναμις οὐκ ἤρκεσεν ... διὰ βάρυνσινPlot.4.3.15.