< βαρίτης
Βαριωνας >
βάριχοι
,
-ων, οἱ
carneros
Hsch.
• Etimología:
Por Ϝαρ-: v. n. pr. Ϝάριχος
IG
14.668.1.17 (Tarento); cf. ἄριχα, βάριον.