< βαρακίς·
Βαράκουρα >
βάρακος
,
-ου, ὁ
I
ict.
1
cierto
pez
de agua dulce, quizá
perca
,
IGC
99B.21 (Acrefía III/II a.C.), Hsch.
2
rape
Hsch.
II
βάρακον· τὸν ἄνουν, καὶ βάρβαρον
Hsch.