βάνδον, -ου, τό
• Alolema(s): βάνδα, τό Sch.Procl.in Ti.1.462.11


lat. bandum

1 enseña, estandarte militar, bandera τὸ σημεῖον, ὃ δὴ βάνδον καλοῦσι Ῥωμαῖοι Procop.Vand.2.2.1, κοσμοῦσι τοὺς ἵππους καὶ τὰ βάνδα Cosm.Ind.Top.11.5.

2 compañía de infantería, tropa βασιλικὸν β. Io.Mal.Chron.M.97.673C, cf. IGLBulg.89.3 (VI d.C.), St.Byz.s.u. Ἀλάβανδα.

3 τὸ βάνδα distrito militar sinónimo de θέμα Sch.Procl.l.c.