< βαμβᾰλύζω
βαμβρᾰδών >
βάμβαξ
,
-ακος
• Alolema(s):
βάμβιξ
Gal.14.527;
βάμβηξ
Gal.14.507;
πάμβαξ
Sud.
algodón
Sud., Gal.ll.cc.