< Βαλτιπάτνα
Βαλύρα >
βάλτις
,
-ιος, ὁ
cinturón
β. στρατιωτικοί
DP
en
Ἑλληνικά
26.1973.263 (Telpusa),
β. Βαβυλωνικός, διάλευκος
DP
l.c.