βάλτιον, -ου, τό
• Alolema(s): βάλτεον Lyd.Mag.2.13
lat. balteum, cinturón Lyd.l.c.,
πέμψον μοι ... καὶ τὸ βάλτιν μοῦPMich.217.19 (III d.C.), PCol.188.18 (VI d.C.)
•correa
ζεῦγος βαλτίωνPMich.464.18 (I d.C.).
πέμψον μοι ... καὶ τὸ βάλτιν μοῦPMich.217.19 (III d.C.), PCol.188.18 (VI d.C.)
ζεῦγος βαλτίωνPMich.464.18 (I d.C.).