βάλλω
• Morfología: [act. pres. ind. 1a plu. βάλλομες Bio.Fr.8.12; fut. βαλέω Il.8.403, βαλλήσω Ar.V.222; aor. ind. ἔβαλα LXX 3Re.6.1b, inf. βαλέειν Il.2.414, opt. βλείης Epich.199, part. βλείς Epich.198; perf. ind. βέβληκα Il.14.412, plusperf. βεβλήκειν Il.5.661; v. med. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74; aor. ind. ἔβλητο Il.11.410, imperat. βαλεῦ Hdt.8.68, subj. βλήεται Od.17.472, opt. βλῇο Il.13.288, inf. βλῆσθαι Il.4.115, part. βλήμενος Il.11.191, Od.22.18, A.R.2.1212; perf. ind. βέβληαι Il.9.9, βεβλήαται Il.11.657, part. βεβολημενος Il.9.9, plusperf. βεβολήατο Il.9.3]
A tr. c. idea de violencia, c. ac. int.
1 de cosa tirar, lanzar, disparar
a) proyectiles c. ac. int. etimológico
βαλὼν βέλοςOd.5.346, cf. Hp.VC 11,
χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλειTheoc.23.5, tb. en v. pas.
βαλλομένων τῶν βελῶνD.C.71.2.4
•c. ac. no etimológico
χαλκόνIl.5.346,
ἰόνOd.20.62,
αἰχμὴν βαλεῖνHdt.2.111,
σπόγγους ἀντὶ λίθων βάλλεινD.C.72.20.3,
οὐδεὶς ξίφος ἔβαλλενAch.Tat.1.32.1,
Κρονίδης βαλὼν ἀργῆτα κεραυνόνBatr.285
•usos abs. disparar
οἱ γὰρ φίλοι ἑκατέρωθεν βάλλοντες εἶργονTh.4.33,
οὔτε ἐκ χειρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαιX.An.3.3.15,
φεῦγε· βάλλει· φεῦγ'Call.Fr.191.79,
ὀλίγων τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζονAch.Tat.3.13.2
•en v. pas.
ἕως ἄπωθεν ἐβάλλοντοD.C.36.49.5
•c. dat. instrum.
ἢ βέλεσιν βάλλωσιOd.16.277,
ἔβαλλον ... πέτροιςE.Andr.1128,
ἔβαλον λίθοις τε καὶ τοξεύμασι καὶ ἀκοντίοιςTh.4.34,
βάλλοντες τοῖς λίθοιςTh.4.43,
αἵ τε γυναῖκες βάλλουσαι ... τῷ κεράμῳTh.3.74, cf. 4.48,
οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοιςX.Cyr.2.3.18,
μήλοις τε καὶ ἄνθεσιν ἔβαλλονHld.3.3.8
•fig.
ψυχὰν ... βάλλομεςarriesgamos la vida Bio Fr.8.12;
b) otros objetos: tirar, arrojar, echar
σκῆπτρον βάλῃ γαίῃIl.1.245,
β. εὐνάςechar piedras de anclaje, Od.9.137,
τὰ μὲν (μέλεα) ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇOd.14.429,
εἰς ἅλα λύματα βάλλονIl.1.314,
Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν ἐν ἀλωῇ βάλλεινHes.Op.807,
σπόρον ἐν νειοῖσιν ... βάλλοντεςTheoc.25.26,
τὰς κλεῖς ἔβαλλε διὰ τῆς ὀπῆςAch.Tat.2.19.5,
βάλλε κρέας εἰς μέσονArr.Epict.2.22.9;
c) usos abs. en el juego de dados
τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίαςA.A.33, cf. E.Supp.330,
βαλὼν ἐπὶ σκόπουacertando en la tirada Luc.Am.16, c. adv.
ἂ]ν δὲ βαλῶσι καλῶςsi tiran con suerte Phld.Ir.23.39;
d) agr.
μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρονno descuides echar el estiércol, POxy.934.9 (III d.C.)
•de donde abs. estercolar
βάλλω ἓξ ἀρούραςPFay.118.21 (II d.C.).
2 de pers. derribar, arrojar, tirar
ἐν κονίῃσι βάλες θαλεροὺς παρακοίταςIl.8.156,
ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρOd.22.188
•
με γῆς ἔξω βαλεῖνdesterrarme fuera de la patria S.OT 622,
βάλλω ἐματ[ὴ]ν (sic) ἰς θάλασσανPPetaus.29.9 (II d.C.)
•de un cadáver tirar, dejar insepulto
τὸν ἄνδρα τόνδε ... μὴ τλῇς ἄθαπτον ἀναλγήτως βαλεῖνS.Ai.1333,
τοῦτον εἰ βαλεῖτέ που, βαλεῖτε χἠμᾶς τρεῖς ὁμοῦ συγκειμένουςS.Ai.1308.
3 de edificios derribar, tirar
πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριαμοῖο μέλαθρον αἰθαλόενIl.2.414,
βαλοῦσα δ' οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μίαun solo voto derriba una casa o la levanta A.Eu.751.
II c. ac. ext. o prep. y ac. en uso pregnante
1 c. suj. de pers., en pres. y fut. disparar contra en aor., perf. y fut. alcanzar, dar
a) c. ac. ext. pers.
τὸν μὲν βάλ' ἈπόλλωνOd.7.64,
καὶ βάλ' ἐπαΐσσονταIl.5.98,
ἔβαλλ' Ἀνθημίωνος υἱὸν Τελαμώνιος ΑἴαςIl.4.473,
ὁ δὲ ἵετο θυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖνIl.13.387,
ῥίψω γὰρ σὲ βαλῶν ἐς Τάρταρονh.Merc.256,
τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα καὶ θεόνS.Tr.714,
αὐτοὺς ἀναβαίνοντας οἱ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλονX.An.4.2.12,
φράζευ μή σε βάλῃAth.695d,
βάλλειν ἡμᾶς ἀλλήλουςGel.Cyc.HE 2.7.41, tb. en v. pas.
πρὶν βλῆσθαι ΜενέλαονIl.11.410, cf. Aen.Tact.31.27, D.C.56.11.5;
b) c. ac. ext. no de pers.
οὐδέ τις αὐτὸ οὔτε ἔρρηξε βαλώνnadie lo consiguió rasgar haciendo blanco en él Hes.Sc.140;
c) c. doble ac. int. y ext.
ἕλκος ... τό μιν βάλε ΠάνδαροςIl.5.795, cf. LXX 3Re.6.1, ext. de pers. y parte alcanzada
τὸν Μεριόνης βεβλήκει γλουτόνIl.5.66,
τῶν ἓν ... στῆθος βεβλήκειIl.14.412;
d) c. ac. y dat. instrum.
Πείσανδρον δουρὶ βαλώνIl.11.144,
κάρη ... ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλονIl.3.80,
βάλλον δ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσινIl.18.534,
αὐτοὺς τοῖς λίθοις βαλλήσομενAr.V.222, Hld.1.13.4,
βάλλετέ μοι τόξοισι ... ΦιλῖνονTheoc.7.119, cf. D.C.50.32.5,
βάλλει καὶ μάλοισι τὸν αἰπόλον ἁ ΚλεαρίσταTheoc.5.88,
κἀκεῖνον βεβλήκει τῷ αὐτῷ πόματιAch.Tat.2.31.2, esp. del rayo
κεραυνῷ βαλώνOd.12.388, cf. 23.330, h.Ven.288, E.Ph.1181,
ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλενOd.5.479;
e) en v. pas.
βέβληται ... Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν οἰστῷIl.11.662, 16.27, cf. 13.212,
ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαταιIl.11.650,
ἰῷ ... βεβλημένονIl.11.664,
δαλῷ βεβλημένοςOd.19.69,
ὅσοι βεβλήατο χαλκῷIl.14.28, cf. 16.819, Od.11.535,
αἴ κα τὺ βλείης σφενδόνᾳEpich.199,
λίθῳ ἐκ χειρὸς βληθείςHp.Epid.5.27, del rayo
τὰ βαλλόμενα τοῖς κεραυνοῖς ἀνέμβατα μένει χωρίαPlu.Pyrr.29,
τὸ θέατρον κεραυνοῖς βληθένD.C.78.25.2, cf. 39.15.1, 71.9.5;
f) c. giro preposicional del objetivo c. ac.
ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν ... ποιήσαντας ... ὥρμησαν βάλλεινTh.8.75,
ἐπὶ σκοπὸν βάλλεινtirar al blanco X.Cyr.1.6.29, cf. Ach.Tat.2.29.3
•tb. c. gen.
βαλόντα τοῦ σκοποῦPl.Sis.391a;
g) abs.
βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτεIl.11.350,
ἤτ' ἔβλητο ἤτ' ἔβαλ' ἄλλονIl.11.410, en v. pas.
οὐ γὰρ πως βεβλημένον ἐστι μάχεσθαιIl.14.63,
πληγέντα οὐδὲν τοῦ σώματος οὔτε βληθένταHdt.6.117, op. τύπτω:
ὃς ... ὑμέων βλήμενος ἠὲ τυπείςIl.15.495, op. οὐτάω:
βεβλημένοι οὐτάμενοί τεIl.11.658, cf. 16.24, 13.746.
III c. otros suj.
1 alcanzar, llegar
a) c. suj. de sonidos y ac. de pers. u órganos de los sentidos
καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει δι' ὤτωνS.Ant.1188,
βάλλει, βάλλει μ' ἐτύμα φθογγάS.Ph.205,
ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ' ἔβαλλεA.R.2.554,
μυκηθμός τε βοῶν αὐτοσχεδὸν οὔατ' ἔβαλλεA.R.4.969;
b) de la luz
ἦμος δ' ἄκρον ἔβαλλε φαέσφορος οὐρανὸν ἨώςA.R.4.885, en v. pas.
βάλλεσθαι τῷ ἡλίῳcomo etimología de la Heliea, Sch.Ar.V.88, cf. 777
•fig.
τὸ φίλημα βάλλει τὴν καρδίανel beso da en el blanco del corazón Ach.Tat.2.37.10.
2 de líquidos o polvo alcanzar, salpicar
ἄντυγες ... ἃς ἄρ' ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλονIl.11.536,
βάλλε μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσουme salpicó con las gotas sombrías del sangriento rocío A.A.1390.
B tr. sin idea de impulso inicial violento
I c. ac. de cosas
1 poner vestidos o armas
ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ' αἰγίδαIl.18.204, tb. en v. med.
ἐπὶ κάρα στέφη βαλουμένανE.IA 1513
•perífrasis c. ἴχνος pisar
πρὶν ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ἴχνος βαλεῖνE.Rh.721
•meter, introducir
κάμπυλα κύκλαIl.5.722, cf. Eu.Marc.7.33.
2 de líquidos verter, derramar llanto
βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶνOd.4.198,
οὔτε κατὰ βλεφάρων θερμὰ βάλοι δάκρυαThgn.1206,
κατ' ὄσσων δ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυE.Hipp.1396, sangre
μηδ' αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃςA.Fr.183
•gener. echar, verter, poner líquidos o sólidos en recipientes
Κίρκη, ἄγρια φάρμακα βάλλεHes.Fr.302.16,
τρύγα ... ἐς ὕδωρHp.Nat.Mul.33,
ἐς δὲ τὸν χύτριον ... σκόροδαHp.Mul.2.133 (p.236),
ἐλάδιον ... εἰς τὸν βαλανεῖονArr.Epict.2.20.29,
οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέονEu.Matt.9.17.
3 de medidas, dinero dar
καλὰ μέτρα (τῷ κιθωνίῳ) αὐτῷ βαλέτωσανque den medidas adecuadas a ésta (a la túnica), POxy.1069.26 (III d.C.),
βαλεῖν τὰ ἀργύριά μου τοῖς τραπεζείταιςEu.Matt.25.27
•abs. dar dinero, pagar
Διότιμος ... ἔβαλε ὑπὲρ αὐτῶν στιχ(άρια)POxy.1448.5 (IV d.C.),
τὸ ἄλλο ἥμισυ ἔβαλα εἰς τὸν ὁρμόνPOxy.1862.45 (VII d.C.), tb. en v. med.
(δραχμαί) ἃς β[αλλό]μεθα εἰς τὸ κατὰ τὴν συγγραφὴν δάνειονPCair.Zen.355.179 (III d.C.), en v. pas.
(δραχμαί) αἱ ... βληθεῖσαι βαλανείου ΣευηριανοῦPLond.1177.46 (II d.C.),
ὡς ἔβληθηPIand.119.5 (III/IV d.C.).
II c. ac. de pers.
1 colocar, poner
τὼ μὲν ἄρα δειλὼ βαλέτην ἐν χερσίν ἑταίρωνdejaron a los dos infortunados en brazos de sus compañeros, Il.5.574,
βαλὼν τὸν λελωβημένον εἰς πλοῖονPall.H.Laus.21.7
•de cadáveres, frec. en epitafios poner bajo tierra enterrar
νεκρόνMAMA 6.325.15 (Acmonia III d.C.), cf. 1.167.11, 169.5 (ambas Laodicea Combusta IV/V d.C.), ISmyrna 211.11
•fig., c. pred.
ἐμὲ ... ἄτιμον ἔβαλονme deshonraron S.Ph.1028, cf. OT 657.
2 c. ac. ext. de pers. y giro prep. c. ac. meter en, llevar a
μὴ ... ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθαno sea que nos lleves a una desgracia, Od.12.221, cf.
(ἡμᾶς) δαίμονος εἰς τὰ ἔσχατα μὲν βάλλοντοςHld.8.10.2
•meter a alguien en una disputa
ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλειIl.2.376,
μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάληιA.Pr.388
•producir miedo
ὁ τῆσδε ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ τὸ μῶρον αὐτῶνE.Tr.1058
•poner en peligro
πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖνA.Th.1048
•en la cárcel
ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήνlo metió en la cárcel, Eu.Matt.18.30,
μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακήνApoc.2.10,
εἰς φυλακήν σε βαλῶArr.Epict.1.1.24, en v. pas.
ἄλλος τις πατρίκιος ὑπ' ἐμοῦ εἰς δεσμευτήριον (sic) βληθήσεταιPTeb.567 (I d.C.),
ὃ μὲν αὖθις εἰς εἱρκτὴν ἐβέβλητοAch.Tat.8.15.2.
3 c. dat. o giro prep. de n. abstr., fig. sumir en
χρόνος ... τιν' ἀελπτίᾳ βαλώνPi.P.12.32,
βαλεῖν ἐν αἰτίᾳ τὸν δεικνύνταacusar al maestro Pl.Ep.341a
•dicho de insultos, reproches, etc.
ἡμᾶς κακοῖςS.Ai.1244,
με ... φθόνῳE.El.902,
τοὐμὸν σῶμα ... ψόγῳAr.Th.895,
σε ... ζήλοιςAP 12.70 (Mel.),
κόμπῳ ... τὸν ΔίαPhilostr.Im.1.27.1.
4 de animales conducir, llevar, arrear
ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλώνIl.23.572,
(ἵππους) αὐτὰς δ' ἐκ δίφρου βαλέωIl.8.403,
μῆλα ... ἐν νηὶ βαλόνταςOd.9.470,
βάλλε κάτωθε τὰ μοσχίαTheoc.4.44,
βάλε εἰς τὸν ζυγόνArr.Epict.2.11.20.
III c. ac. de partes del cuerpo humano o no, emisión de sonido
1 echar, dejar caer
ἑτέρωσε κάρη βάλενIl.8.306,
μ[ή]κω[ν] ... φύλλα βαλοῖσαStesich.15.2.17, cf. Nic.Al.147
•perder los dientes de leche
ἄνθρωπος ... βάλλει τοὺς ὀδόνταςArist.HA 501b2
•abs. perder los dientes de leche
ὁ ἵππος ... ὅταν παύσηται βάλλωνArist.HA 576a4,
θύειν δὲ τὸμ μὲμ βοῦν βεβληκότα, τὴν δὲ οἶν βεβληκυῖανIG 12(5).647.7 (Ceos III a.C.),
βάλλειNic.Al.146
•fig. en v. med.
βαλλόμενοι τὴν ἡσυχίανPMasp.89re.b.9.
2 dirigir los ojos a algún punto
ταρβήσας δ' ἑτέρωσε βάλ' ὄμματαOd.16.179,
τί πρὸς γῆν ὄμμα σὸν βαλὼν ἔχεις;E.Io 582,
πρόσωπον εἰς γῆνE.Or.957.
3 proyectar
ὅταν μὲν μὴ βάλλουσαι τὸ στόμα αἱ μῆτραι καὶ μὴ ψαύουσαι τῶν κρημνῶνcuando la matriz no proyecta su orificio sobre los labios de la vagina y no los toca Hp.Loc.Hom.47
•fig. aplicar
βάλε μετάνοιαν· ὑπὲρ τοῦ σφάλματος σουarrepiéntete de tu pecado, Apoph.Mac.Aeg.M.34.253B.
4 lanzar, soltar de la voz humana
βάλε δὲ φωνήν¡grita!, POxy.2719.13 (III d.C.),
τοὺς ... ψαλμθούςApoph.Mac.Aeg.M.34.256C.
IV c. ac. de abstr.
1 c. dat. o giro prep. de pers. infundir, inspirar
ὕπνον ... ἐπὶ βλεφάροισι βάλε ... ἈθήνηOd.1.364,
ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶνIl.5.513,
φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμενIl.4.16
•causar
λύπην ... Ἀργείοις βαλεῖςS.Ph.67
•β. σκότον cegar
ἀέριον σκότον ὄμμασι σοῖσι βαλώνE.Ph.1535.
2 c. θυμός, νοῦς en dat. o giro prep. pensar, considerar
τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλ'A.Pr.706,
μὴ ... αὐτῶν (θεσπίσματα) μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃςno te preocupes por ellos S.OT 975, frec. en v. med.
τόδε ἐς θυμὸν βαλεῦHdt.8.68, cf. 1.84,
ὁ ξένος νοῦν ἐβάλλετο ὅτι ...Synes.Prouid.1.18,
μέγα καὶ θαυμαστὸν ἔργον εἰς νοῦν βαλόμενοςPlu.Thes.24,
ὃς πρῶτος ἐπὶ νοῦν ἐβάλετο μεταποιῆσαι τὴν βασιλείανIul.Or.3.58a.
3 mat. reducir
πάντα, ἵνα ἓν μόριον γένηται βάλλομεν <εἰς> Dioph.332.2.
C intr.
I de pers.
1 tirarse, caer
τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶA.A.1172
•fig.
ὅτι τὸ πρᾶγμα ὅλον ἰς σαι ἐβάλλειν (l. εἰς σὲ ἔβαλλεν)que todo el asunto te concernía a tí, BGU 1676.9 (II d.C.)
•echarse, tumbarse
αὐτὸς ἐπὶ τῆς στιβάδοςanón. en POxy.1368.51
•c. ὑπέρ pasar por
ὥς κεν ἐρετμοῖς παμπρώτιστα βάλοιεν ὑπὲρ Σαλμωνίδος ἄκρηςA.R.4.1693,
βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίηςA.R.4.307
•c. ἅμα copular
πότερ' ἄνω θέλεις ἐλθοῦσ' ἅμα βαλεῖν ἢ κάτω;Macho 255
•perf. en v. med. yacer
ὑποχαλίνῃ βεβλημένος ἩλιοδώραςAP 5.165 (Mel.),
λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητοAesop.166,
ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικόςEu.Matt.8.6.
2 en imperat. c. ἐς vete
βάλλ' ἐς κόρακαςAr.V.835, Th.1079,
βάλλ' ἐς μακαρίανPl.Hp.Ma.293a.
II otros suj.
1 verter, desembocar de ríos
Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλωνIl.11.722, cf. A.R.2.744, D.P.43, 631, 735,
ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος Κνώποιό τε βάλλειNic.Th.889,
Ὦξος ... μετὰ Κασπίδα βάλλειD.P.748
•del viento soplar
ἔβαλεν κατ' αὐτῆς ἄνεμοςAct.Ap.27.14.
2 de la vista dirigirse
ὥσπερ ὁφθαλμὸς φωτοειδὴς ὢν πρὸς τὸ φῶς βαλώνigual que el ojo que es luminoso, dirigiéndose hacia la luz Plot.2.4.5, cf. 3.8.10.
D usos esp. de la v. med.
I concr.
1 náut. echar el ancla, anclar
ἄγκυραν βαλλέσκετοHdt.9.74, cf. Pl.Ti.73d.
2 en la construcción y fig. echar los cimientos
κρηπῖδαPi.P.7.3, Luc.Hipp.4
•simpl. echar los cimientos, edificar
τὰς οἰκοδομίαςPl.Lg.779b,
ἱερόνPhilostr.VA 4.13, de fortificaciones
βαλόμενοι χάρακαPlb.3.105.10.
3 recibir
ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνονconcebir Hdt.3.28.4
•medic. pasar
ἀρχὰς βάλλεσθαι μὴ ἐπὶ τὸ ἕλκος ἄλλ' ἔνθα τὸ ἄμμαpasar los extremos (de la venda) no sobre la herida, sino sobre el nudo Hp.Off.8
•tb. en v. pas.
ἱμάντι μακρῷ παρὰ τὸν περίναιον βεβλημένῳHp.Art.71.
II intr. decidir
ἐπ' ἐμωυτοῦ βαλόμενος ἔπρηξαHdt.3.155,
ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλόμενοιHdt.3.71,
μηθὲν ἐφ' ἑαυτῷ βαλόμενονD.H.10.31
•tard. tb. en v. act.
θεοὶ δ' ἑτέρως ἔβαλονQ.S.1.610, en v. pas.
πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντεςIl.9.3,
ἄχει μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορIl.9.9.
• Etimología: De la raíz *gu̯elHi̯1- ‘arrojar’ en grado ø y suf. yod. C. dif. grado *gu̯lHi̯1-, perf. βέβληκα, toc. AB klā- ‘caer’, cf. quizá tb. ai. glā́yati ‘agotarse’, aaa. quellan ‘fluir’, etc.