βάλλω
• Morfología: [act. pres. ind. 1a plu. βάλλομες Bio.Fr.8.12; fut. βαλέω Il.8.403, βαλλήσω Ar.V.222; aor. ind. ἔβαλα LXX 3Re.6.1b, inf. βαλέειν Il.2.414, opt. βλείης Epich.199, part. βλείς Epich.198; perf. ind. βέβληκα Il.14.412, plusperf. βεβλήκειν Il.5.661; v. med. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74; aor. ind. ἔβλητο Il.11.410, imperat. βαλεῦ Hdt.8.68, subj. βλήεται Od.17.472, opt. βλῇο Il.13.288, inf. βλῆσθαι Il.4.115, part. βλήμενος Il.11.191, Od.22.18, A.R.2.1212; perf. ind. βέβληαι Il.9.9, βεβλήαται Il.11.657, part. βεβολημενος Il.9.9, plusperf. βεβολήατο Il.9.3]


A tr. c. idea de violencia, c. ac. int.

1 de cosa tirar, lanzar, disparar

a) proyectiles c. ac. int. etimológico βαλὼν βέλος Od.5.346, cf. Hp.VC 11, χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει Theoc.23.5, tb. en v. pas. βαλλομένων τῶν βελῶν D.C.71.2.4
c. ac. no etimológico χαλκόν Il.5.346, ἰόν Od.20.62, αἰχμὴν βαλεῖν Hdt.2.111, σπόγγους ἀντὶ λίθων βάλλειν D.C.72.20.3, οὐδεὶς ξίφος ἔβαλλεν Ach.Tat.1.32.1, Κρονίδης βαλὼν ἀργῆτα κεραυνόν Batr.285
usos abs. disparar οἱ γὰρ φίλοι ἑκατέρωθεν βάλλοντες εἶργον Th.4.33, οὔτε ἐκ χειρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.15, φεῦγε· βάλλει· φεῦγ' Call.Fr.191.79, ὀλίγων τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον Ach.Tat.3.13.2
en v. pas. ἕως ἄπωθεν ἐβάλλοντο D.C.36.49.5
c. dat. instrum. ἢ βέλεσιν βάλλωσι Od.16.277, ἔβαλλον ... πέτροις E.Andr.1128, ἔβαλον λίθοις τε καὶ τοξεύμασι καὶ ἀκοντίοις Th.4.34, βάλλοντες τοῖς λίθοις Th.4.43, αἵ τε γυναῖκες βάλλουσαι ... τῷ κεράμῳ Th.3.74, cf. 4.48, οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις X.Cyr.2.3.18, μήλοις τε καὶ ἄνθεσιν ἔβαλλον Hld.3.3.8
fig. ψυχὰν ... βάλλομες arriesgamos la vida Bio Fr.8.12;

b) otros objetos: tirar, arrojar, echar σκῆπτρον βάλῃ γαίῃ Il.1.245, β. εὐνάς echar piedras de anclaje, Od.9.137, τὰ μὲν (μέλεα) ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od.14.429, εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν ἐν ἀλωῇ βάλλειν Hes.Op.807, σπόρον ἐν νειοῖσιν ... βάλλοντες Theoc.25.26, τὰς κλεῖς ἔβαλλε διὰ τῆς ὀπῆς Ach.Tat.2.19.5, βάλλε κρέας εἰς μέσον Arr.Epict.2.22.9;

c) usos abs. en el juego de dados τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας A.A.33, cf. E.Supp.330, βαλὼν ἐπὶ σκόπου acertando en la tirada Luc.Am.16, c. adv. ἂ]ν δὲ βαλῶσι καλῶς si tiran con suerte Phld.Ir.23.39;

d) agr. μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρον no descuides echar el estiércol, POxy.934.9 (III d.C.)
de donde abs. estercolar βάλλω ἓξ ἀρούρας PFay.118.21 (II d.C.).

2 de pers. derribar, arrojar, tirar ἐν κονίῃσι βάλες θαλεροὺς παρακοίτας Il.8.156, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ Od.22.188
με γῆς ἔξω βαλεῖν desterrarme fuera de la patria S.OT 622, βάλλω ἐματ[ὴ]ν (sic) ἰς θάλασσαν PPetaus.29.9 (II d.C.)
de un cadáver tirar, dejar insepulto τὸν ἄνδρα τόνδε ... μὴ τλῇς ἄθαπτον ἀναλγήτως βαλεῖν S.Ai.1333, τοῦτον εἰ βαλεῖτέ που, βαλεῖτε χἠμᾶς τρεῖς ὁμοῦ συγκειμένους S.Ai.1308.

3 de edificios derribar, tirar πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριαμοῖο μέλαθρον αἰθαλόεν Il.2.414, βαλοῦσα δ' οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μία un solo voto derriba una casa o la levanta A.Eu.751.

II c. ac. ext. o prep. y ac. en uso pregnante

1 c. suj. de pers., en pres. y fut. disparar contra en aor., perf. y fut. alcanzar, dar

a) c. ac. ext. pers. τὸν μὲν βάλ' Ἀπόλλων Od.7.64, καὶ βάλ' ἐπαΐσσοντα Il.5.98, ἔβαλλ' Ἀνθημίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Αἴας Il.4.473, ὁ δὲ ἵετο θυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖν Il.13.387, ῥίψω γὰρ σὲ βαλῶν ἐς Τάρταρον h.Merc.256, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα καὶ θεόν S.Tr.714, αὐτοὺς ἀναβαίνοντας οἱ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον X.An.4.2.12, φράζευ μή σε βάλῃ Ath.695d, βάλλειν ἡμᾶς ἀλλήλους Gel.Cyc.HE 2.7.41, tb. en v. pas. πρὶν βλῆσθαι Μενέλαον Il.11.410, cf. Aen.Tact.31.27, D.C.56.11.5;

b) c. ac. ext. no de pers. οὐδέ τις αὐτὸ οὔτε ἔρρηξε βαλών nadie lo consiguió rasgar haciendo blanco en él Hes.Sc.140;

c) c. doble ac. int. y ext. ἕλκος ... τό μιν βάλε Πάνδαρος Il.5.795, cf. LXX 3Re.6.1, ext. de pers. y parte alcanzada τὸν Μεριόνης βεβλήκει γλουτόν Il.5.66, τῶν ἓν ... στῆθος βεβλήκει Il.14.412;

d) c. ac. y dat. instrum. Πείσανδρον δουρὶ βαλών Il.11.144, κάρη ... ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλον Il.3.80, βάλλον δ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν Il.18.534, αὐτοὺς τοῖς λίθοις βαλλήσομεν Ar.V.222, Hld.1.13.4, βάλλετέ μοι τόξοισι ... Φιλῖνον Theoc.7.119, cf. D.C.50.32.5, βάλλει καὶ μάλοισι τὸν αἰπόλον ἁ Κλεαρίστα Theoc.5.88, κἀκεῖνον βεβλήκει τῷ αὐτῷ πόματι Ach.Tat.2.31.2, esp. del rayo κεραυνῷ βαλών Od.12.388, cf. 23.330, h.Ven.288, E.Ph.1181, ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν Od.5.479;

e) en v. pas. βέβληται ... Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν οἰστῷ Il.11.662, 16.27, cf. 13.212, ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται Il.11.650, ἰῷ ... βεβλημένον Il.11.664, δαλῷ βεβλημένος Od.19.69, ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ Il.14.28, cf. 16.819, Od.11.535, αἴ κα τὺ βλείης σφενδόνᾳ Epich.199, λίθῳ ἐκ χειρὸς βληθείς Hp.Epid.5.27, del rayo τὰ βαλλόμενα τοῖς κεραυνοῖς ἀνέμβατα μένει χωρία Plu.Pyrr.29, τὸ θέατρον κεραυνοῖς βληθέν D.C.78.25.2, cf. 39.15.1, 71.9.5;

f) c. giro preposicional del objetivo c. ac. ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν ... ποιήσαντας ... ὥρμησαν βάλλειν Th.8.75, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν tirar al blanco X.Cyr.1.6.29, cf. Ach.Tat.2.29.3
tb. c. gen. βαλόντα τοῦ σκοποῦ Pl.Sis.391a;

g) abs. βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε Il.11.350, ἤτ' ἔβλητο ἤτ' ἔβαλ' ἄλλον Il.11.410, en v. pas. οὐ γὰρ πως βεβλημένον ἐστι μάχεσθαι Il.14.63, πληγέντα οὐδὲν τοῦ σώματος οὔτε βληθέντα Hdt.6.117, op. τύπτω: ὃς ... ὑμέων βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495, op. οὐτάω: βεβλημένοι οὐτάμενοί τε Il.11.658, cf. 16.24, 13.746.

III c. otros suj.

1 alcanzar, llegar

a) c. suj. de sonidos y ac. de pers. u órganos de los sentidos καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει δι' ὤτων S.Ant.1188, βάλλει, βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205, ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ' ἔβαλλε A.R.2.554, μυκηθμός τε βοῶν αὐτοσχεδὸν οὔατ' ἔβαλλε A.R.4.969;

b) de la luz ἦμος δ' ἄκρον ἔβαλλε φαέσφορος οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885, en v. pas. βάλλεσθαι τῷ ἡλίῳ como etimología de la Heliea, Sch.Ar.V.88, cf. 777
fig. τὸ φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν el beso da en el blanco del corazón Ach.Tat.2.37.10.

2 de líquidos o polvo alcanzar, salpicar ἄντυγες ... ἃς ἄρ' ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Il.11.536, βάλλε μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου me salpicó con las gotas sombrías del sangriento rocío A.A.1390.

B tr. sin idea de impulso inicial violento

I c. ac. de cosas

1 poner vestidos o armas ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ' αἰγίδα Il.18.204, tb. en v. med. ἐπὶ κάρα στέφη βαλουμέναν E.IA 1513
perífrasis c. ἴχνος pisar πρὶν ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ἴχνος βαλεῖν E.Rh.721
meter, introducir κάμπυλα κύκλα Il.5.722, cf. Eu.Marc.7.33.

2 de líquidos verter, derramar llanto βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, οὔτε κατὰ βλεφάρων θερμὰ βάλοι δάκρυα Thgn.1206, κατ' ὄσσων δ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ E.Hipp.1396, sangre μηδ' αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς A.Fr.183
gener. echar, verter, poner líquidos o sólidos en recipientes Κίρκη, ἄγρια φάρμακα βάλλε Hes.Fr.302.16, τρύγα ... ἐς ὕδωρ Hp.Nat.Mul.33, ἐς δὲ τὸν χύτριον ... σκόροδα Hp.Mul.2.133 (p.236), ἐλάδιον ... εἰς τὸν βαλανεῖον Arr.Epict.2.20.29, οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον Eu.Matt.9.17.

3 de medidas, dinero dar καλὰ μέτρα (τῷ κιθωνίῳ) αὐτῷ βαλέτωσαν que den medidas adecuadas a ésta (a la túnica), POxy.1069.26 (III d.C.), βαλεῖν τὰ ἀργύριά μου τοῖς τραπεζείταις Eu.Matt.25.27
abs. dar dinero, pagar Διότιμος ... ἔβαλε ὑπὲρ αὐτῶν στιχ(άρια) POxy.1448.5 (IV d.C.), τὸ ἄλλο ἥμισυ ἔβαλα εἰς τὸν ὁρμόν POxy.1862.45 (VII d.C.), tb. en v. med. (δραχμαί) ἃς β[αλλό]μεθα εἰς τὸ κατὰ τὴν συγγραφὴν δάνειον PCair.Zen.355.179 (III d.C.), en v. pas. (δραχμαί) αἱ ... βληθεῖσαι βαλανείου Σευηριανοῦ PLond.1177.46 (II d.C.), ὡς ἔβληθη PIand.119.5 (III/IV d.C.).

II c. ac. de pers.

1 colocar, poner τὼ μὲν ἄρα δειλὼ βαλέτην ἐν χερσίν ἑταίρων dejaron a los dos infortunados en brazos de sus compañeros, Il.5.574, βαλὼν τὸν λελωβημένον εἰς πλοῖον Pall.H.Laus.21.7
de cadáveres, frec. en epitafios poner bajo tierra enterrar νεκρόν MAMA 6.325.15 (Acmonia III d.C.), cf. 1.167.11, 169.5 (ambas Laodicea Combusta IV/V d.C.), ISmyrna 211.11
fig., c. pred. ἐμὲ ... ἄτιμον ἔβαλον me deshonraron S.Ph.1028, cf. OT 657.

2 c. ac. ext. de pers. y giro prep. c. ac. meter en, llevar a μὴ ... ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα no sea que nos lleves a una desgracia, Od.12.221, cf. (ἡμᾶς) δαίμονος εἰς τὰ ἔσχατα μὲν βάλλοντος Hld.8.10.2
meter a alguien en una disputa ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il.2.376, μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάληι A.Pr.388
producir miedo ὁ τῆσδε ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ τὸ μῶρον αὐτῶν E.Tr.1058
poner en peligro πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν A.Th.1048
en la cárcel ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν lo metió en la cárcel, Eu.Matt.18.30, μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακήν Apoc.2.10, εἰς φυλακήν σε βαλῶ Arr.Epict.1.1.24, en v. pas. ἄλλος τις πατρίκιος ὑπ' ἐμοῦ εἰς δεσμευτήριον (sic) βληθήσεται PTeb.567 (I d.C.), ὃ μὲν αὖθις εἰς εἱρκτὴν ἐβέβλητο Ach.Tat.8.15.2.

3 c. dat. o giro prep. de n. abstr., fig. sumir en χρόνος ... τιν' ἀελπτίᾳ βαλών Pi.P.12.32, βαλεῖν ἐν αἰτίᾳ τὸν δεικνύντα acusar al maestro Pl.Ep.341a
dicho de insultos, reproches, etc. ἡμᾶς κακοῖς S.Ai.1244, με ... φθόνῳ E.El.902, τοὐμὸν σῶμα ... ψόγῳ Ar.Th.895, σε ... ζήλοις AP 12.70 (Mel.), κόμπῳ ... τὸν Δία Philostr.Im.1.27.1.

4 de animales conducir, llevar, arrear ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών Il.23.572, (ἵππους) αὐτὰς δ' ἐκ δίφρου βαλέω Il.8.403, μῆλα ... ἐν νηὶ βαλόντας Od.9.470, βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44, βάλε εἰς τὸν ζυγόν Arr.Epict.2.11.20.

III c. ac. de partes del cuerpo humano o no, emisión de sonido

1 echar, dejar caer ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, μ[ή]κω[ν] ... φύλλα βαλοῖσα Stesich.15.2.17, cf. Nic.Al.147
perder los dientes de leche ἄνθρωπος ... βάλλει τοὺς ὀδόντας Arist.HA 501b2
abs. perder los dientes de leche ὁ ἵππος ... ὅταν παύσηται βάλλων Arist.HA 576a4, θύειν δὲ τὸμ μὲμ βοῦν βεβληκότα, τὴν δὲ οἶν βεβληκυῖαν IG 12(5).647.7 (Ceos III a.C.), βάλλει Nic.Al.146
fig. en v. med. βαλλόμενοι τὴν ἡσυχίαν PMasp.89re.b.9.

2 dirigir los ojos a algún punto ταρβήσας δ' ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα Od.16.179, τί πρὸς γῆν ὄμμα σὸν βαλὼν ἔχεις; E.Io 582, πρόσωπον εἰς γῆν E.Or.957.

3 proyectar ὅταν μὲν μὴ βάλλουσαι τὸ στόμα αἱ μῆτραι καὶ μὴ ψαύουσαι τῶν κρημνῶν cuando la matriz no proyecta su orificio sobre los labios de la vagina y no los toca Hp.Loc.Hom.47
fig. aplicar βάλε μετάνοιαν· ὑπὲρ τοῦ σφάλματος σου arrepiéntete de tu pecado, Apoph.Mac.Aeg.M.34.253B.

4 lanzar, soltar de la voz humana βάλε δὲ φωνήν ¡grita!, POxy.2719.13 (III d.C.), τοὺς ... ψαλμθούς Apoph.Mac.Aeg.M.34.256C.

IV c. ac. de abstr.

1 c. dat. o giro prep. de pers. infundir, inspirar ὕπνον ... ἐπὶ βλεφάροισι βάλε ... Ἀθήνη Od.1.364, ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν Il.4.16
causar λύπην ... Ἀργείοις βαλεῖς S.Ph.67
β. σκότον cegar ἀέριον σκότον ὄμμασι σοῖσι βαλών E.Ph.1535.

2 c. θυμός, νοῦς en dat. o giro prep. pensar, considerar τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλ' A.Pr.706, μὴ ... αὐτῶν (θεσπίσματα) μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς no te preocupes por ellos S.OT 975, frec. en v. med. τόδε ἐς θυμὸν βαλεῦ Hdt.8.68, cf. 1.84, ὁ ξένος νοῦν ἐβάλλετο ὅτι ... Synes.Prouid.1.18, μέγα καὶ θαυμαστὸν ἔργον εἰς νοῦν βαλόμενος Plu.Thes.24, ὃς πρῶτος ἐπὶ νοῦν ἐβάλετο μεταποιῆσαι τὴν βασιλείαν Iul.Or.3.58a.

3 mat. reducir πάντα, ἵνα ἓν μόριον γένηται βάλλομεν <εἰς>  Dioph.332.2.

C intr.

I de pers.

1 tirarse, caer τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ A.A.1172
fig. ὅτι τὸ πρᾶγμα ὅλον ἰς σαι ἐβάλλειν (l. εἰς σὲ ἔβαλλεν) que todo el asunto te concernía a tí, BGU 1676.9 (II d.C.)
echarse, tumbarse αὐτὸς ἐπὶ τῆς στιβάδος anón. en POxy.1368.51
c. ὑπέρ pasar por ὥς κεν ἐρετμοῖς παμπρώτιστα βάλοιεν ὑπὲρ Σαλμωνίδος ἄκρης A.R.4.1693, βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης A.R.4.307
c. ἅμα copular πότερ' ἄνω θέλεις ἐλθοῦσ' ἅμα βαλεῖν ἢ κάτω; Macho 255
perf. en v. med. yacer ὑποχαλίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώρας AP 5.165 (Mel.), λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητο Aesop.166, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός Eu.Matt.8.6.

2 en imperat. c. ἐς vete βάλλ' ἐς κόρακας Ar.V.835, Th.1079, βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a.

II otros suj.

1 verter, desembocar de ríos Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, D.P.43, 631, 735, ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος Κνώποιό τε βάλλει Nic.Th.889, Ὦξος ... μετὰ Κασπίδα βάλλει D.P.748
del viento soplar ἔβαλεν κατ' αὐτῆς ἄνεμος Act.Ap.27.14.

2 de la vista dirigirse ὥσπερ ὁφθαλμὸς φωτοειδὴς ὢν πρὸς τὸ φῶς βαλών igual que el ojo que es luminoso, dirigiéndose hacia la luz Plot.2.4.5, cf. 3.8.10.

D usos esp. de la v. med.

I concr.

1 náut. echar el ancla, anclar ἄγκυραν βαλλέσκετο Hdt.9.74, cf. Pl.Ti.73d.

2 en la construcción y fig. echar los cimientos κρηπῖδα Pi.P.7.3, Luc.Hipp.4
simpl. echar los cimientos, edificar τὰς οἰκοδομίας Pl.Lg.779b, ἱερόν Philostr.VA 4.13, de fortificaciones βαλόμενοι χάρακα Plb.3.105.10.

3 recibir ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον concebir Hdt.3.28.4
medic. pasar ἀρχὰς βάλλεσθαι μὴ ἐπὶ τὸ ἕλκος ἄλλ' ἔνθα τὸ ἄμμα pasar los extremos (de la venda) no sobre la herida, sino sobre el nudo Hp.Off.8
tb. en v. pas. ἱμάντι μακρῷ παρὰ τὸν περίναιον βεβλημένῳ Hp.Art.71.

II intr. decidir ἐπ' ἐμωυτοῦ βαλόμενος ἔπρηξα Hdt.3.155, ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλόμενοι Hdt.3.71, μηθὲν ἐφ' ἑαυτῷ βαλόμενον D.H.10.31
tard. tb. en v. act. θεοὶ δ' ἑτέρως ἔβαλον Q.S.1.610, en v. pas. πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες Il.9.3, ἄχει μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Il.9.9.
• Etimología: De la raíz *gelH1- ‘arrojar’ en grado ø y suf. yod. C. dif. grado *glH1-, perf. βέβληκα, toc. AB klā- ‘caer’, cf. quizá tb. ai. glā́yati ‘agotarse’, aaa. quellan ‘fluir’, etc.