< Βαλεριανός
Βαληαρίδες >
βάλερος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
βαλῖνος
Arist.
HA
568
b
27 (v.l.);
βαλλιρός
Arist.
HA
602
b
26 (v.l.)
ict. especie de
barbo
Arist.ll.cc.; cf. βάλαγρος.