< βακχεύσιμος
βακχευτής >
βάκχευσις
,
-εως, ἡ
bacanal
πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών
E.
Ba
.357,
β. τῆς ψυχῆς
Plu.2.1089c.