βάζω
• Morfología: [aor. subj. βάξῃς Anacr.313S.]
1 decir, hablar c. ac. int.
ἄρτια βάζεινIl.14.92,
ἀνεμώλια βάζεινOd.4.837,
πεπνυμένα βάζειςIl.9.58,
νήπια βάζειςPi.Fr.157,
μή πως βάρβαρα βάξῃςAnacr.l.c.,
ἐλεύθερα βάζεινA.Pers.593,
ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειA.Th.483,
ἐβληχημένα βάζωνAP 7.636 (Crin.),
εἴ τι μὴ ψεῦδος ... ἡ παροιμίη βάζειHerod.2.102
•en v. pas.
ἔπος δ' εἴ πέρ τι βέβακται δεινόνOd.8.408
•c. ac. int. y ac. de pers.
ταῦτά μ' ἀγειρόμενοι θάμ' ἐβάζετεIl.16.207,
εἴ τίς σ' ὑφ' ἥβης ... μάταια βάζειE.Hipp.119,
πολλὰ τὰν βασιλίδ' ἑστίαν Ἀτρειδᾶν κακῶς ἔβαζεE.Rh.719
•c. ac. int. y dat. de pers.
καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζωy en vano digo palabras inútiles a gente dormida A.Ch.882,
Διονύσῳ ὄργια βάζωνIUrb.Rom.1228.5
•c. ac. de pers. y dat. instrum.
κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίανultraja de continuo al fuerte Tideo A.Th.571.
2 intr. hablar
αἰεὶ πρῶτος ἔβαζεOd.11.511,
οἵ τ' εὖ μὲν βάζουσιOd.18.168,
βασσαρέα καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ βάζεινCorn.ND 30
•c. dat. instrum.
χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσιHes.Op.186.
3 vilipendiar, ultrajar Hsch.s.u. ἔβαξας.
• Etimología: Quizá rel. c. βαβάζω y por tanto de origen onomatopéyico.