βάδισμα, -ματος, τό
paso, marcha, andadura
ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματιPalaeph.31,
θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασινI.BI 4.563,
β. ἄσχημονGal.17(2).145,
γυμνὸν β.paso descalzo Philostr.VA 3.15,
ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθεrecobró la derechura de la marcha Philostr.VA 3.39,
ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδωνPhilostr.Her.64.24,
β. σχολαῖονPhilostr.Im.1.9,
β. τεταγμένον βραχύAristaenet.1.1.27
•forma de andar, andares
ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρόςX.Ap.27,
περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτουD.37.55,
σχῆμα καὶ β. καὶ βλέμμαPlu.2.84e,
ἐπῄνει τὸ βάδισμαCharito 6.7.1, cf. Luc.Tim.54, Herm.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.Fr.1, Philostr.VS 587, Hld.3.13.2.