< βάδιλλος
βάδιον >
βάδιμος
,
-ον
viable
,
posible
βάδιμον μὲν ἥκιστά γε τοῖς καθ' ἡμᾶς τὸ χρῆμά ἐστι
Cyr.Al.M.69.388A.