βάδην


adv.

1 paso a paso β. ἀπίοντος Il.13.516, ἄγει ἄραχνος ὣς β. ὄναρ ὄναρ μέλαν A.Supp.887, ὑπαγαγεῖν β. Arist.HA 629b14, cf. Hsch.
andando op. ‘corriendo’ ἐγὼ δὲ τὰ μὲν β. τὰ δὲ ἀποδραμὼν οἴκαδε X.Oec.11.18, cf. Luc.Merc.Cond.26, προῄει β. Plb.3.65.5, ἐξεπορεύετο ... β. Plb.38.8.6, σχολῇ καὶ β. μόγις ποτὲ κατέρχεται de Hermes al bajar al Hades, Luc.Cat.2, δρόμῳ ἐχώρουν ἐς τὸ Ἀθήναιον ... καὶ τοὺς β. πορευομένους κακίζοντες Philostr.VS 589
fig. más y más, gradualmente οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ 'πείνων β., Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμα Ar.Ach.535, βάδην· κατὰ βῆμα Hsch.
con desgana op. ‘con presteza’ οὔτε β. ὑπήκουσεν, ἀλλ' ἀεὶ τρέχων X.Cyr.2.2.30.

2 en cont. milit. a paso de marcha ἔβαν ... πεζοί τε β. πολέμου στῖφος παρέχοντες A.Pers.19, ἦγε β. Hdt.9.57, Polyaen.2.2.3, Δράκης, ἡγοῦ β. Ar.Lys.254, ὁ Κῦρος ἐπιλαθόμενος τοῦ β. δρόμῳ ἡγεῖτο X.Cyr.3.3.62, ἐν τάξει καὶ β. ποιούμενος τὴν ἔφοδον Plb.3.72.13, ἠρέμα καὶ β. ἐποιεῖτο τὴν πορείαν I.AI 13.92, θᾶττον ἢ β. más deprisa que a paso de marcha X.HG 5.4.53, Men.Fr.689, Aristaenet.2.14.9, D.H.5.44, 9.57, Synes.Ep.104 (p.183), β. ταχύ a paso ligero X.An.4.6.25.

3 andando, a pie op. ‘en carro’ τὰ μὲν ἐπ' ἀπήνης φερόμενος, τὰ δὲ καὶ β. χειραγωγούμενος App.Gall.1.7, cf. Hsch.
• Etimología: V. βαίνω.