βάβαξ, -ακος, ὁ
• Prosodia: [βᾰβᾰκ-]
1 charlatán, gárrulo
κατ' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς β.Archil.65,
στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας β.Lyc.472, cf. Hsch., Et.Gen.β 3, Et.Sym.β 3B.
2
βάβακα· τὸν γάλλονHsch.
κατ' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς β.Archil.65,
στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας β.Lyc.472, cf. Hsch., Et.Gen.β 3, Et.Sym.β 3B.
βάβακα· τὸν γάλλονHsch.