βωσίον, -ου, τό
• Alolema(s): βωξίον POxy.2596.8 (III d.C.), 2728.31 (IV d.C., cf. BL 8.261)


jarra β. χαλκοῦν μικρόν Stud.Pal.20.67.35 (II/III d.C.), οἴνου POxy.2596.8, ἐλαίου POxy.2728.31, βωσία μεγάλα PCol.inv.331.20 (IV d.C.) en Chron.d' Eg.59.1984.308, cf. PMag.4.752 (pap.), cf. βούτης, ἡ, βούττιον, βούττις, βωτίον, βησ(σ)ίον.