< Βωρθ-
Βῶρμος >
βωρίδιον
,
-ου, τό
dim. de βωρεύς
mújol
en escabeche, Xenocr.36,
POxy
.2728.33 (IV d.C.),
PRyl
.629.88 (IV d.C.),
βωρειδείων κερά(μια)
PYoutie
84.7 (IV d.C.).