βωλώδης, -ες
1 miner. en forma de terrón o corpa
(ἡ μαγνῆτις) στρογγύλος καὶ β.Thphr.Lap.42,
προσέμβαλε θεῖον τὸ ἀληθινὸν τὸ βωλῶδεςañade azufre puro en bolas, PHolm.144, cf. Dsc.5.104.
2 mezclado con tierra
κρ(ιθο)πύ(ρου) βωλώ[δουςPCair.Zen.292.143 (III a.C.).