βωλάριον, -ου, τό
terroncito
λίθων σχιζομένων εὑρίσκειν βωλάρια θηλαῖς ὅμοιαStr.3.2.8,
βωλάρια χρυσοῦpepitas de oro Str.16.4.18, cf. Rab.GnR.28.7,
λιβανωτοῦ βωλάριαgranos de incienso M.Ant.4.15, fig.
Ἄθως β. τοῦ κόσμουAtos, un terroncito de la Tierra M.Ant.6.36,
β. ἁλόςun pequeño terrón de sal Aët.2.3.