< βωλάζω
βωλάκιος >
βωλάκιον
,
-ου, τό
dim. de βῶλαξ
terroncito
τρώγειν καὶ ἅλας β. ἕν
Afric.
Cest
.2.9.4 (
App
.), cf. Hdn.
Epim
.8,
Anecd.Ludw
.10.6.