βωλοστροφέω


dar la vuelta a los terrones, arar en v. pas. βεβωλο[σ]τροφημέναι (ἄρουραι) SB 11403.10 (III d.C.), ἵν' τὸ λιπαρὸν τῆς γῆς βαρυεργηθῇ καὶ βωλοστροφηθῇ Gp.2.23.14, cf. Eust.581.16.