< *Βωαινίς
βωβύζειν· >
βωβός
,
-ή, -όν
1
mudo
ἐκ γενετῆς κωφοὶ καὶ βωβοί
Plu.
Fr
.149B., cf. Phlp.
in GA
223.32.
2
mutilado
,
cojo
Hsch.