βυσσός, -οῦ, ὁ
1 fondo del mar Il.24.80, Arist.HA 547b15, del Nilo, Hdt.2.28, 96, de una fuente, Hdt.3.23, Q.S.8.464
•gruta Hsch.
2 v. βύσσος.
• Etimología: De *βυθ-i̯ος o *βυθ-σος y deriv. de βυθός q.u.
βύσσῳ δὲ γλαυκῆς κόκκος καταμίσγεται ἀκτῆςEmp.B 93,
βύσσοιο ... χιτώνTheoc.l.c.,
β. κεκλωσμένηLXX Ex.25.4, 26.1, cf. 2Pa.3.14, Is.3.23, Ez.16.11, I.AI 3.103,
junto a πόρφυραcomo signo externo de excelencia y riqueza, LXX Pr.31.22, Eu.Luc.16.19, I.AI 3.154,
ἡ β. ἐσάπηcomo signo de la riqueza perecedera, Ast.Am.Hom.3.9.1, cf. 1.2.1, 4, 4.4,
βυσσοῦ στολίσματαPGen.l.c.,
β[υσ]σοῦ πήχεις εἴκοσιPTeb.l.c.
τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσουStr.15.1.20.
χρῶμα ἀντὶ τῆς ὕσγης παραλαμβανόμενονHsch.s.u. βυσσός, Sud., EM 217.20G.