< βυρσοτόμος
βυρσοφώνης >
βυρσότονος
,
-ον
• Alolema(s):
βυρσά-
Hsch.
tenso de piel
κύκλωμα
dicho del
timbal
E.
Ba
.124, cf.
β.· τύμπανον
Hsch.