βρῑμάομαι


rugir de cólera εἰ σὺ βριμήσαιο Ar.Eq.855, βριμ[ω]μέν[ους ἀδο]κήτως Phld.Ir.22.14, en v. act. βριμήσασα· δεινή, χαλεπή Hsch.
• Etimología: V. βρίμη.