βρᾰχεῖν
• Morfología: [sólo aor.]


1 de cosas resonar ref. al sonido metálico de armas o armaduras δεινὸν δ' ἔβραχε χαλκός Il.4.420, βράχε τεύχεα Il.12.396, Hes.Sc.423, en enálage βράχε δ' εὐρεῖα χθών Il.21.387, αἰθήρ A.R.4.642
del agua retumbar βράχε δ' αἰπὰ ῥέεθρα Il.21.9, ἔβραχε δ' ἅλμη βυσσόθεν Q.S.14.527
crujir ἔβραχε φήγινος ἄξων Il.5.838, ἔβραχε καλὰ θύρετρα Od.21.49.

2 de anim. bramar, chillar ἔβραχε χάλκεος Ἄρης (pero cf. 1) Il.5.859, de un caballo herido Il.16.468, de una estatua περὶ δ' ἔβραχε θεῖον ἄγαλμα Q.S.13.427, c. inf. ἔβραχε δ' αὐτὸς Τῖφυς ἐρεσσέμεναι κρατερῶς A.R.2.573.
• Etimología: Origen onomat.; c. otro vocalismo cf. βρυχάομαι.