< βρυσικός
Βρυσμός >
βρύσις
,
-έως, ἡ
1
orn.
corneja
,
Cyran
.1.2.1, 5.
2
surgencia
,
fuente
Eust.1095.16, Sud.
•
fig.
τῆς θείας χάριτος
Procop.Gaz.M.87.1265B.