< βρυνχός
Βρύξ >
βρύξ
,
-χός, ὁ
• Morfología:
[sólo ac. βρύχα]
profundidad del mar
ἐς νεάτην φέρεται βρύχα
Opp.
H
.2.588, cf. ὑπόβρυξ.