βρόγχος, -ου, ὁ
1 anat. tráquea, garganta
οἴδημα ὑπὸ τὸν βρόγχονHp.Epid.5.63, cf. Aph.6.37,
ὑγρότητός τε περὶ τὸν βρόγχον οὔσης ἀνάγκηArist.Pr.900a13,
αὐτὴν τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν βρόγχον καλοῦσιGal.3.551, cf. Aret.SA 2.2.15, CD 1.8.2,
τῆς μὲν τροφῆς ὁ στόμαχος ἀγγεῖόν ἐστιν, τοῦ δὲ πνεύματος <ὁ> β.Plu.2.698d, cf. Hsch., Sch.Er.Il.5.657.
2 trago
β. ψυχροῦtrago de agua fría Apollonius en Arr.Epict.3.12.17, cf. Hsch.
3
†β.· βάτραχοςHsch.
• Etimología: Término expresivo de origen onomat. como βράγχος, βρόχθος, etc.