< βριμώδης
†βρινδεῖν· >
βρίμωσις
,
-εως, ἡ
indignación
ὡσπερεὶ συνκείμενον ἐξ ... βριμώσεως καὶ δεινῆς ἐπιθυμίας
Phld.
Ir
.8.24, cf. 24.23.