< βρῑμηδόν
Βριμίας >
βρίμημα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[-ῑ-]
1
poder
,
fuerza
ποῦ σοβαρὸν β.;
AP
16.103 (Tull.Gem.).
2
increpación
Hsch.,
Anecd.Ludw
.11.10.