< βρίγκα·
βριγκώμενον· >
βρίγκος
,
-ου, ὁ
zool.
cetáceo
o tal vez un sinón. del καλλιώνυμος
pez rata
,
sapo
,
Uranoscopus scaber
L.
, Ephipp.12.3, Mnesim.4.38, Hsch., Hsch.s.u.
ἀνώδορκας
.