< Βριάκας
Βριαντική >
βρίακχος
,
-ου, ἡ
bacante
ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον
S.
Fr
.779, cf. Hsch.,
Et.Gen
.
β
254B.,
EM
213.27G.