βρέχω
• Morfología: [pas. fut. βραχήσεται LXX Is.34.3, part. fem. βρεχησομένη PSI 1021.21 (II a.C.); pas. aor. ἐβρέχθην X.An.1.4.17, ἐβράχην Gr.Naz.M.35.948B, 3a plu. ἐβρέχησαν PGiss.60.5.12 (II d.C.), opt. βραχείη Gal.6.270, part. βραχεῖσα Arist.Pr.906b26, βραχέντες Hp.Mul.1.80]


A Itr.

1 mojar, empapar, inundar τὸ γόνυ Hdt.1.189, τοὺς πόδας Pl.Phdr.229a, τὰ αἰδοῖα X.An.4.3.12, ἱδρῶτι ... τὴν ψυχήν Pl.Phdr.254c, en v. pas. οὐδεὶς ἐβρέχθη ἀνωτέρω τῶν μαστῶν ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ X.An.l.c., c. compl. obj. externo βρέξαντές σφας (τοὺς πυρούς) Hp.VM 3, (τὸν σπόγγον) Hp.Morb.2.13, τοῖς δάκρυσιν ... τοὺς πόδας Eu.Luc.7.38, δακρύοισιν ... τάφον IUrb.Rom.1162.5 (III d.C.), ἐν δάκρυσίν μου τὴν στρωμνήν LXX Ps.6.7
rociar βωμὸν θεᾶς en un ritual, E.IA 1569
en preparados, medicamentos empapar, poner a remojo, macerar (δεῖ) τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν Dieuch.15.35, τὸ ἄχυρον βρέχειν Orib.4.8.2, en v. pas. ἄλφιτα ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι Hp.Mul.2.110, cf. l.c., Acut.(Sp.) 47, οἷον ὁ βεβρεγμένος σπόγγος Arist.Mete.386b5, cf. Ruf.Interrog.46.

2 rel. c. la tierra inundar, irrigar, e.e. fertilizar esp. ref. a la acción del Nilo ἐπικωλύοντες βρέχ[ε]ιν τὴν γῆν PPetr.3.43re.1.8 (III a.C.), en v. pas. ἡ βεβρεγμένη (sc. γῆ) PTeb.71.2 (II a.C.), βρεχθίσης (sic) τῆς γῆς PYale 51.20 (II a.C.), cf. LXX Ez.22.24, PHib.90.8 (III a.C.) en BL 7.69, PSI l.c., PTeb.106.19 (II a.C.) en BL 7.270, ITemple of Hibis 4.57 (I d.C.), PFlor.331.6 (II d.C.) en BL 7.69, PGiss.l.c., Gr.Naz.l.c., εἰς ἔ]τη δύο βρεχόμενα en dos años mojados, e.e. en dos años de inundación, PYale 51.7.

3 fig. bañar, envolver βρέχε θεῶν βασιλεὺς ... χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν inundó la ciudad de dorados copos, e.d. derramó riquezas sobre ella Pi.O.7.34, en v. pas. ξανθαῖσι ... ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα bañado por rayos de sol su delicado cuerpo Pi.O.6.55, σιγᾷ βρέχεσθαι sumirse en el silencio Pi.Fr.240.

II intr. en v. med.-pas.

1 mojarse, empaparse ἐν ὕδατι ... βρέχεσθαι los indios para quitarse el calor, Hdt.3.104, διέβαινον αὐτὸν βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν X.An.4.5.2, βρέχομαι ... καὶ πεπλάνημαι estoy calado y ando errante, Anacreont.33.12, cf. 33.26, βρεχομένων ἢ σηπομένων de cuerpos que producen olor, Pl.Ti.66d, (δένδρα) παρὰ ῥείθροισι ... βρέχεται Antiph.228.5, cf. Thphr.HP 9.6.3, τὸ γὰρ ἐσκευασμένον, εἰ βραχείη δι' ὅλης τῆς ἡμέρας Gal.6.270, κυμίνου ὄξει βραχέντος SB 13002.2 (III d.C.), βεβρεγμένος empapado op. διερός Arist.GC 330a17, βραχεῖσα ... ὕλη Arist.Pr.l.c., ἄγαλμα, καίπερ ὂν ὑπαίθριον, οὔτε νίφεται ... οὔτε βρέχεται Plb.16.12.3, τὰ βραχέντα ... ζῷα ἢ σκεύη Par.Flor.40
de la tierra inundarse βρέχεται τοῖς θερινοῖς ὄμβροις ἡ Ἰνδική Str.15.1.13, βραχήσεται τὰ ὄρη ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῶν LXX Is.l.c.

2 fig. empaparse, mojarse de bebedores beber δεῖ γὰρ φαγόντας δαψιλῶς βρέχειν Antiph.279, εἴρηται δὲ τὸ ‘βρέχειν’ καὶ ἐπὶ τοῦ πίνειν Ath.23a
en part. pas. ebrio, borracho μέθῃ δὲ βρεχθείς E.El.326, βεβρεγμένος Eub.123, καί τις βραχεῖσα προσπόλων Men.Dysc.950.

B impers. o c. suj. ‘dios’ o ‘lluvia’

1 intr. llover (θεός) ὁπότε βρέξας X.Oec.17.2, ἐπὶ πόλιν μίαν οὐ βρέξω LXX Am.4.7, Ζεὺς ἔβρεχε POxy.1482.6 (II d.C.), ἵνα μὴ ὑετὸς βρέχῃ Apoc.11.6
impers. llueve Telecl.58, βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους Eu.Matt.5.45, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς Ep.Iac.5.17, ὅταν βρέχῃ Arr.Epict.1.6.26.

2 fact. hacer llover ἔβρεξεν κύριος χάλαζαν LXX Ex.9.23, θεῖον καὶ πῦρ LXX Ge.19.24.
• Etimología: Se postula una r. *merg(h)/ *morg(h)/ *mreg(h)- y rel. let. merguôt ‘lloviznar’. Tb. se ha puesto en rel. lat. mergere.