< βραστήρ
βρατάνα >
βράστης
,
-ου, ὁ
1
terremoto vertical
τῶν δὲ σεισμῶν ... οἱ δὲ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας βράσται
Arist.
Mu
.396
a
3, cf. Lyd.
Ost
.53.
2
aventador
dud. en
PMich.Zen
.53.6 (III a.C.).