βράσμα, -ματος, τό
1 ebullición
ἑψήσας μέχρι βρασμάτων ἑπτάAët.6.80.
2 sacudida
αἰώρᾳ δὲ χρησόμεθα ... μετὰ κινήματος καὶ βράσματος σφοδροτέρουAnon.Med. en Rh.Mus.58.1903.81,
γέλως, παρειᾶς β.Gr.Naz.M.37.953A
•agitación
ἐν τῷ βράσματι τοῦ διωγμοῦPetr.I Al.Ep.Can.11
•fig. pasión, deseo
σαρκὸς καὶ βράσματος δουλείαGr.Naz.M.37.635A, cf. 563A, 1375A.