βράκᾰνα, -ων, τά
• Prosodia: [βρᾰ-]


verduras silvestres ἐνθρύσκοισι καὶ βρακάνοις ... ζῆν Pherecr.14.1, βρακάνων λαχανευσάμενος Luc.Lex.2, cf. Hsch., Phot.β 260.