βρυασμός, -οῦ, ὁ
• Alolema(s): βρυαθμός Hsch.


placer, deleite τίνα γὰρ εὐφροσύνην ἢ ἀπόλαυσιν καὶ βρυασμὸν οὐκ ἂν ἐκκρούσειε ...; Plu.2.1107, cf. Hsch.