< βρουλλοκύπερος
Βρουμάλια >
βροῦλον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
βροῦλος
, ὁ Hsch.
bot.
junco
utilizado para jergones o yacijas, Sch.Ar.
Pl
.663, Hsch., Sud.
σ
1813 (ap. crít.).