< βρόχισμα
βροχμός >
βροχισμός
,
-οῦ, ὁ
quizá por βροχθισμός
trago
τοὺς κόκκους τῶν σπερμάτων ἐσθίων μᾶλλον ἐν ἑνὶ βροχισμῷ
Epiph.Const.
Haer
.66.34.