< βρόχθος
βροχίζω >
βροχθώδης
,
-ες
de poca agua
o
poca profundidad
,
pantanoso
λίμνη
Nic.
Th
.366, cf. Sch.Nic.
ad loc
.,
ἐπιβᾶσα ... βροχθώδους τόπου τοῦ Νείλου
EM
206.28G.