< βροντήσινος
βροντήσιος >
βροντήσιον
,
-ου, τό
el atronador
e.e.
el bronce
ἡ δὲ συγκέρασις τοῦ βροντησίου ἐστὶν οὕτως
Anon.Alch.376.25.