< βροντόβραστος
βροντοκεραυνοπάτωρ >
βροντοηχέομαι
ser llamado por una voz de trueno
τὸν βροντοηχούμενον ἐξ οὐρανοῦ
Chry.Hie.
Enc.Io.B
.3(p.33.17).