< Βρόντιον
βροντόβραστος >
βροντοβολίζω
en v. pas.
ser estremecido
por el fulgor
ὁ θάνατος ... βροντοβολισθεὶς τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος
Chrys.M.62.752.