< βρομιάζομαι
Βρομιάς >
βρομιάς
,
-άδος
1
resonante
e.d.
báquico
βρομιάδι θοίνᾳ
Pi.
Fr
.70a.11.
2
subst. ἡ β.
copa
de gran tamaño
, Ath.784d.
• Etimología:
Fem. deriv. de βρόμος, cf. βρέμω.