< βριλών
βριμαίνω >
βριμάζω
1
rugir contra
βρίμασον τὸν δεῖνα
Hymn.Mag
.17.6
•
rugir como un león
Hsch., Sud.
2
chipr.
βριμάζει· ὀργᾷ εἰς συνουσίαν
Hsch.