βρεφικός, -ή, -όν


1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.

2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.