< βραχυέπεια
βραχυῆλιξ >
βραχυεπῶς
adv.
en pocas palabras
ἀκούσατε τῶν β. εἰρημένων
Iust.Phil.1
Apol
.49.6,
β. πρὸς τοῦτο ἀποκρινοῦμαι
Iust.Phil.2
Apol
.9.1.