βρᾰχίων, -ονος, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
I
δουρὶ βραχίονα τύψενIl.13.529,
ἐξέρυξε πρυμνοῖο βραχίονος ἔγχοςIl.13.532, cf. 16.323, Hippon.129c, A.Supp.747,
τὴν ἀδελφεὴν ... ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσανHdt.5.12,
βραχίονας περιτάμνονταιHdt.4.71,
σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον ἐκ βραχιόνωνE.Supp.478,
τὸν βραχίονα στίζειCall.Fr.203.56,
μέχρι βραχιόνωνX.Eph.1.2.6,
βραχίονος φλεβοτομίαGal.17(2).67,
β. ἀριστερόςHp.Epid.1.26.13, PAmh.112.8 (II d.C.), PRyl.179.6 (II d.C.), Vett.Val.9.20, PLond.113.11b.2 (VI/VII d.C.),
σκαιός β.Call.Fr.534,
β. δεξιόςHp.Aër.17, PSI 1057.6 (I d.C.)
•fig. vigor del brazo
νέοι βραχίοσινE.Supp.738
•bíblico ref. al poder de Dios
ἐν βραχίονι ὑψηλῷLXX Ex.6.1,
ὤμοσεν κύριος κατὰ τοῦ βραχίονος αὐτοῦLXX Ie.28.14, de Jerusalén
ἔνδυσαι τὴν ἰσχὺν τοῦ βραχίονος σοῦLXX Is.51.9, cf. 44.12, Thd.Is.51.5,
θεοῦ β.Nonn.Par.Eu.Io.12.38.
2 de animales pata delantera, brazuelo Arist.HA 594b13.
II op. πῆχυς
1 parte superior del brazo
τὰ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεωνPl.Ti.75a,
τόν τε γὰρ ὦμον σκεπάζει καὶ τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυνX.Eq.12.5,
ἠρεμεῖ ... τοῦ βραχίονος κινουμένου τὸ ὠλέκρανονArist.MA 698b2.
2 anat. húmero
ἄρθρον τοῦ βραχίονοςarticulación del húmero Hp.Fract.37,
τοῦ βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδέςla forma de bisagra del húmero Hp.Fract.2,
τὸ τοῦ βραχίονος ἐξέχονHp.Fract.42,
τοῦ βραχίονος κεφαλήcabeza del húmero Hp.Fract.3,
τὸ κοῖλον τοῦ βραχίονοςla cavidad del húmero Hp.Fract.41.
III op. ὦμος antebrazo
γυμνοὶ ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμωνEmp.B 57.2,
κεκαυμένους τούς τε ὤμους καὶ τοὺς βραχίοναςHp.Aër.20.
IV
†βραχιόνα· τὸν τράχηλονHsch.
• Etimología: Tradicionalmente, desde Poll.2.138, se admite que es el compar. de βραχύς q.u. Pero quizá habría que ver en el elemento -ῑον- un suf. que se encuentra en palabras como κυλλοποδίων, Ὑπερίων y que procede de -ῑ-Ϝον-.