βρασμός, -οῦ, ὁ


1 ebullición, hervor Aq.Is.28.19, Aët.1.131, fig. del mar en un estrecho βρασμόν τε ἴσχει τὸ ὕδωρ καὶ κῦμα φλεγμαῖνον ἐγείρει Hld.5.17.3, de la pasión βρασμὸν τῶν παθῶν Ph.1.238, cf. 306
fermentación διὰ τὸ κατὰ σύγκρισιν καὶ βρασμὸν τῆς ὕλης τὴν εἰς τὰ στοιχεῖα διάκρισιν ἀποτελεῖσθαι Corn.ND 3.

2 temblor, sacudida corporal ἡ δ' ἄτομος αὐτὴ ... πρὸς ἄλλην προσπεσοῦσα βρασμὸν ... ἐποίησε Plu.2.1111e
escalofrío ὁ πταρμὸς ... κλόνῳ καὶ βρασμῷ ... ἐπεγείρει τὴν φύσιν Gal.17(2).825, cf. 7.607, β. ὡς ἀπὸ ῥίγεος Aret.SD 2.3.5, cf. Sor.48.19, μετὰ τὸν βρασμὸν ἐκ τῆς ἀποκυήσεως βαστάζειν (τὸ βρέφος) Sor.58.11
temblor de tierra, terremoto en sentido vertical τρόμοι καὶ βρασμοὶ περὶ τὴν γῆν Arist. en Ar.Did.13, χθονίων βρασμῶν I.BI 1.377, βρασμοὶ γαίης Orph.H.47.3, οἷον ἐπὶ ... τῶν σεισμῶν τοὺς βρασμοὺς τῆς γῆς Phlp.in Mete.7.23, cf. Plu.2.317b, D.C.68.24.3, Agath.5.3.1
del mar maremoto ἡ θάλαττα ἐπὶ πλεῖστον ἀρθεῖσα ... τό τε μέγεθος τοῦ βρασμοῦ ἅπαντα ἔρριψε καὶ κατέβαλεν Agath.2.16.2, cf. Hld.9.4.3.